γλυκαίνει

γλυκαίνει
γλυκαίνω
sweeten
pres ind mp 2nd sg
γλυκαίνω
sweeten
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

  • ηδυντήρ — ἡδυντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ηδύνω] αυτός που γλυκαίνει ή που κάνει κάτι νόστιμο …   Dictionary of Greek

  • ηδυντήριος — ἡδυντήριος, ία, ον (Α) [ηδυντήρ] αυτός που γλυκαίνει, που καταπραΰνει …   Dictionary of Greek

  • ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • ηδύγαμος — ἡδύγαμος, ον (Α) αυτός που γλυκαίνει, που καθιστά ευχάριστο τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γάμος (< γάμος), πρβλ. ά γαμος, έγ γαμος] …   Dictionary of Greek

  • Κονγκός — (Congο). Ποταμός (4.380 χλμ.) της Αφρικής, ο δεύτερος σε μήκος της αφρικανικής ηπείρου, μετά τον Νείλο, και ο δεύτερος στον κόσμο, μετά τον Αμαζόνιο, σε λεκάνη απορροής (3.690.000 τ. χλμ.) και σε παροχή νερού (75.000 κ.μ./δευτ. στις εκβολές).… …   Dictionary of Greek

  • γλυκαντικός — ή, ό αυτός που γλυκαίνει: Η σακχαρίνη είναι γλυκαντική ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”